-
1 σφακελίζω
A suffer from σφάκελος, to be gangrened, mortify, ;σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος Id.6.136
, cf. Pl.Ti. 74b, 84b, Arist.HA 519b6; of the eyes, LXX Le.26.16, De.28.32: also in [voice] Pass.,ὁκόσοισιν ἂν σφακελισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.50
, cf. Morb.2.5 (v.l.).2 of the effect of severe cold on single limbs, to be frost-bitten, D.H.12.8.3 of plants and trees, to be blighted, Arist.Juv. 470a31, Thphr.HP4.14.4, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφακελίζω
См. также в других словарях:
σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… … Dictionary of Greek